κρόκινος

κρόκινος
κρόκ-ῐνος, η, ον,
A of or made from saffron,

μύρα AP11.34

(Phld.), cf. Thphr.Od.27, Plb. 30.26.1, Apollon. ap. Gal.12.475, Aret.CA1.6;

τὸ κ. LXX Pr.7.17

, Dsc.1.54.
2 yellow, Stratt.69, Thphr.HP1.13.1, 3.4.5, POxy. 1679.5 (iii A. D.), Democr.Eph. ap. Ath.12.525c:—the form κρόκιος in Artem.1.77 is corrupt.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρόκινος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόκινος — η, ο (Α κρόκινος, ίνη, ον) [κρόκος] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος 2. αυτός που παρασκευάζεται από κρόκο νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κροκίνη (βιοχ.) ετεροζίτης που αποτελεί την κύρια χρωστική τής ζαφοράς …   Dictionary of Greek

  • κροκίνω — κρόκινος of masc/neut nom/voc/acc dual κρόκινος of masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίνων — κρόκινος of fem gen pl κρόκινος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόκινον — κρόκινος of masc acc sg κρόκινος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίνοις — κρόκινος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίνου — κρόκινος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίνῳ — κρόκινος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόκινα — κρόκινος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκίνας — κροκίνᾱς , κρόκινος of fem acc pl κροκίνᾱς , κρόκινος of fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”